11 Ιούν Η θεσμική υπεραξία ενός Υπουργείου Οικογένειας σε μία χώρα υπό καθεστώς δημογραφικής κατάρρευσης
Δίκαιο της Κοινωνικής Ασφάλισης, 1 (2020)
σελ. 175-178
Τριμηνιαία Επιθεώρηση για κρίσιμα ζητήματα του Δικαίου
Κοινωνικής Ασφάλισης
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ A.E.
«Γιατί πρέπει να συζητήσουμε σοβαρά την ίδρυση Υπουργείου Οικογένειας»
του Γαβριήλ Αμίτση[1], Καθηγητή Δικαίου Κοινωνικής Ασφάλειας,
Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής
Η θεσμική προστασία της οικογένειας αποτελεί βασική προτεραιότητα των δημόσιων πολιτικών του Κοινωνικού Κράτους στις περισσότερο ανεπτυγμένες χώρες[2], που δραστηριοποιείται συνήθως με ένα σύνθετο πλέγμα γενικών ή ειδικών παρεμβάσεων, εξυπηρετώντας διαφορετικές προτεραιότητες σε σχέση με το πεδίο ρύθμισης των οικογενειακών σχέσεων[3].
Οι γενικές παρεμβάσεις εκδηλώνονται μέσω των οικογενειακών πολιτικών (family policies), περιλαμβάνοντας φορολογικά μέτρα και οικογενειακά επιδόματα, δράσεις υπέρ της ισότητας ανδρών και γυναικών στην εργασία, υπηρεσίες φύλαξης και φροντίδας των παιδιών και των άλλων εξαρτημένων ατόμων, την κατοχύρωση των οικογενειακών δικαιωμάτων στα καθεστώτα κοινωνικής ασφάλισης γήρατος ή τη δυνατότητα καλύτερου συνδυασμού του οικογενειακού και του επαγγελματικού βίου (π.χ. γονικές άδειες ή επιλογή μειωμένου ωραρίου εργασίας)[4]. Τα κίνητρα των πολιτικών αυτών διαφοροποιούνται από χώρα σε χώρα[5]: άλλοτε είναι ηθικής τάξεως ή συνδέονται με το συμφέρον του πολίτη, άλλοτε είναι περισσότερο οικονομικά ή πολιτικά και άλλοτε αποσκοπούν στην αύξηση της γεννητικότητας[6]. Όποια και εάν είναι, όμως, η θεμελίωση τους, η ηθική, σωματική και εκπαιδευτική ευημερία των παιδιών αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο τους, όπως και η εξασφάλιση της δυνατότητας των γονέων να ανατρέφουν τα παιδιά τους όπως επιθυμούν, συνδυάζοντας τις οικογενειακές τους υποχρεώσεις με την επαγγελματική και την κοινωνική τους ζωή.
Οι ειδικές παρεμβάσεις εκδηλώνονται μέσω των πολιτικών απασχόλησης (employment policies), στέγασης (housing policies), κοινωνικής ασφάλειας (social security policies) και κοινωνικής ένταξης (social inclusion policies), οι οποίες εάν και εξυπηρετούν διαφορετικούς στόχους και προτεραιότητες[7], επιδρούν καταλυτικά στο καθεστώς ευημερίας των οικογενειών, παρουσιάζοντας αυξημένο ενδιαφέρον ιδίως σε περιόδους οικονομικής ύφεσης που αμβλύνουν τις δυνατότητες των οικογενειών να εξασφαλίζουν συνθήκες αξιοπρεπούς διαβίωσης μέσω της αγοράς ή των άτυπων δικτύων.
Η θεσμική κατοχύρωση στοχευμένων Οικογενειακών και Δημογραφικών Πολιτικών συνθέτει πλέον – παράλληλα με την ορθολογική διαχείριση των μεταναστευτικών ροών και την αντιμετώπιση των κοινωνικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής – μία από τις κύριες νέες προκλήσεις του Ενεργητικού Κοινωνικού Κράτους. Το Ενεργητικό Κοινωνικό Κράτος δεν αποτελεί διακριτό μόρφωμα σε σχέση με το παραδοσιακό Κοινωνικό Κράτος των έντονων αναδιανεμητικών παρεμβάσεων της περιόδου 1970 – 1990, αλλά τη φυσιολογική του προσαρμογή σε νέες συνθήκες παγκοσμιοποίησης της εργασίας και του κεφαλαίου, που επιβάλλουν συνέργειες μεταξύ του κράτους, της αγοράς και της κοινωνίας των πολιτών, εξυπηρετώντας επάλληλες προτεραιότητες οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής μέσω τεχνικών επιλεκτικότητας, ενεργοποίησης και καινοτομίας. Εάν και ένας από τους βασικούς του στόχους παραμένει η κοινωνική προστασία των ατόμων που αδυνατούν να εξασφαλίσουν αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης μέσω της αγοράς και της οικογένειας, εισάγει νέα δυναμικά εργαλεία που επιτρέπουν είτε την ορθολογική ένταξη/επανένταξη στην αγορά εργασίας, είτε τη στοχευμένη κάλυψη καταστάσεων ανάγκης [8].
Παράλληλα, η αποτελεσματική εφαρμογή Oικογενειακών και Δημογραφικών Πολιτικών αποτελεί μία βασική προϋπόθεση όχι μόνο για την διαφύλαξη του κοινωνικού και οικονομικού ιστού μίας χώρας αλλά και για την διατήρηση της εθνικής της ταυτότητας, ιδίως στις περιπτώσεις χωρών, όπως η Ελλάδα, που αντιμετωπίζουν κρίσιμες προκλήσεις για την προώθηση μίας βιώσιμης ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς εξαιτίας ιδίως α) της ακραία χαμηλής γονιμότητας, β) του αρνητικού ισοζυγίου γεννήσεων – θανάτων και γ) της δημογραφικής γήρανσης. Σε αντίθεση, όμως, με άλλα Κράτη της Ευρωπαϊκής Περιφέρειας, η Ελληνική πολιτεία δεν έχει υιοθετήσει – παρά την πρόβλεψη σχετικών Συνταγματικών ρητρών – ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο σχεδιασμού και άσκησης Oικογενειακών[9] και Δημογραφικών[10] Πολιτικών (με την μορφή π.χ. μίας οριζόντιας Εθνικής Στρατηγικής ή ενός Νόμου – Πλαισίου για την κοινωνική προστασία της Οικογένειας)[11]. Αντίθετα, αναπτύσσονται – με αποσπασματικό κατά βάση τρόπο – πρωτοβουλίες που είτε δημιουργούν στρεβλώσεις (όπως η χρήση προνοιακών τεχνικών για την άσκηση δημογραφικών πολιτικών οριζόντιου χαρακτήρα)[12], είτε καταργούν κρίσιμα κοινωνικά κεκτημένα χωρίς να συντρέχουν λόγοι δημόσιου συμφέροντος (όπως η κατάργηση των πλεονεκτημάτων των πολυτέκνων οικογενειών κατά την διάρκεια εφαρμογής των δύο πρώτων Μνημονίων Σταθερότητας της Ελληνικής Οικονομίας)[13], είτε απορρυθμίζουν βασικούς ασφαλιστικούς κινδύνους (όπως η κάλυψη του ασφαλιστικού κινδύνου των
οικογενειακών βαρών, καθώς το 2014 καταργήθηκαν με την υποπαράγραφο ΙΑ 3 του Ν. 4245/2014 οι σχετικές παροχές που χορηγούνταν από τον Ο.Α.Ε.Δ. μέσω του Διανεμητικού Λογαριασμού Οικογενειακών Επιδομάτων Μισθωτών)[14].
Η υιοθέτηση μίας Εθνικής Στρατηγικής για την Οικογένεια με ισχυρό δημογραφικό αντίκτυπο πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα του κοινωνικοπολιτικού διαλόγου για το νέο οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο της Μεταμνημονιακής Ελλάδας, επιβάλλοντας συνέργειες ανάμεσα στο Κράτος, την αγορά και την κοινωνία των πολιτών. Παράλληλα, πρέπει να εγκαινιασθούν άμεσα διαδικασίες συντονισμού μεταξύ της Εθνικής Στρατηγικής και άλλων πολιτικών που αναμένεται να επηρεάσουν το δημογραφικό προφίλ της χώρας, όπως η παλιννόστηση των Ελλήνων ομογενών, η επαναπροσέλκυση των Ελλήνων που μετανάστευσαν κατά την διάρκεια της οικονομικής κρίσης και η διαχείριση των μεταναστευτικών ροών.
Υπό το πρίσμα αυτό, αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον η θεσμική και οργανωτική θωράκιση των πρωτοβουλιών της Ελληνικής πολιτείας με την ίδρυση του Υπουργείου Οικογένειας, που θα αναλάβει να προωθήσει την εφαρμογή της Εθνικής Στρατηγικής, αποτελώντας μακροπρόθεσμα τον κύριο διοικητικό μηχανισμό διαγενεακής και ενδογενεακής αλληλεγγύης της Ελληνικής κοινωνίας. Η οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων και της αρχιτεκτονικής του νέου Υπουργείου μπορεί να υποστηριχθεί από την ακαδημαϊκή κοινότητα της χώρας[15], αξιοποιώντας αντίστοιχα μοντέλα άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Περιφέρειας, όπως ιδίως το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Προστασίας της Οικογένειας, των Νέων, των Γυναικών και των Ηλικιωμένων (Bundesministerium für Familie, Senioren, Frauen und Jugend) [16] της Γερμανίας, το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Εργασίας, Οικογένειας και Νεότητας (Bundesministerium für Arbeit, Familie und Jugend) της Αυστρίας και το Υπουργείο Οικογένειας, Κοινωνικής Ένταξης και Περιφερειακής Ανάπτυξης (Ministère de la Famille, de l’Intégration et à la Grande Région) του Λουξεμβούργου [17].
———————— ———
[1] Στοιχεία επικοινωνίας: amitsis@otenet.gr, https://sarl.uniwa.gr
[2] Βλ. ενδεικτικά L. Hass & S. K. Wisensale (eds.), Families and social policy: National and international perspectives, The Haworth Press, Binghamton, 2006 και Ο. Thévenon, Family policies in OECD countries: A comparative analysis, Population and Development Review, 2011, 37(1), σελ. 57-87.
[3] Το πεδίο αυτό ρυθμίζεται από κανόνες του ιδιωτικού δικαίου (οικογενειακό δίκαιο), που στηρίζονται στην αρχή της οικογενειακής αλληλεγγύης για την κάλυψη κινδύνων και αναγκών. Βλ. σχετικά Α. Στεργίου, «Η οικογένεια υπό το βλέμμα της κοινωνικής ασφάλισης», Δίκαιο της Κοινωνικής Ασφάλισης, 2019, 1, σ. 2.
[4] Για μία συγκριτική επισκόπηση του πεδίου των οικογενειακών πολιτικών βλ. ιδίως M. Robila (ed.), Handbook of Family Policies across the Globe, Springer, New York, 2014 και G. B. Eydal & T. Rostgaard (eds.), The Handbook of Family Policy, Edward Elgar Publishing, Cheltenham, 2018.
[5] Βλ. σχετικά την Γνωμοδότηση Πρωτοβουλίας της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής «Η οικογένεια και οι δημογραφικές εξελίξεις», ΕΕ C 161/13.7.2007, που συστηματοποιεί τους στόχους των οικογενειακών πολιτικών: α) μείωση της φτώχειας και διατήρηση του εισοδήματος της οικογένειας, β) στήριξη της βρεφονηπιακής ηλικίας και της ανάπτυξης των παιδιών, γ) καλύτερος συνδυασμός του επαγγελματικού και του οικογενειακού βίου, δ) προώθηση της ισότητας των φύλων, ε) εξασφάλιση της δυνατότητας των γονέων ή των μελλοντικών γονέων να αποκτήσουν όσα παιδιά επιθυμούν όποτε το επιθυμούν, με αποτέλεσμα τη βελτίωση του δείκτη γονιμότητας.
[6] Στην περίπτωση αυτή γίνεται λόγος για τις δημογραφικές πολιτικές που στοχεύουν στην αλλαγή της δομής και του μεγέθους της οικογένειας. Βλ. σχετικά Δ. Μπαλούρδος, Ν. Δεμερτζής, Γ. Πιερράκος και Η. Κικίλιας, Η χαμηλή γονιμότητα στην Ελλάδα, δημογραφική κρίση και πολιτικές ενίσχυσης της οικογένειας, Διανέοσις, Αθήνα, 2019.
[7] Βλ. ενδεικτικά Α. Στεργίου, Η προστασία της μητρότητας στο Δίκαιο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 1989.
[8] Βλ. σχετικά Γ. Αμίτσης, Το συλλογικό διακύβευμα της ενεργητικής ένταξης των ευπαθών ομάδων – Αναπτυξιακά διδάγματα από την Κοινωνική Ευρώπη, Παπαζήσης, Αθήνα, 2014.
[9] Βλ. σχετικά το άρθρο 21 του Συντάγματος, που προβλέπει: «1. H οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Kράτους. Το Κράτος μεριμνά για τη διασφάλιση συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίωσης όλων των πολιτών μέσω ενός συστήματος ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, όπως νόμος ορίζει. 2. Πολύτεκνες οικογένειες, ανάπηροι πολέμου και ειρηνικής περιόδου, θύματα πολέμου, χήρες και ορφανά εκείνων που έπεσαν στον πόλεμο, καθώς και όσοι πάσχουν από ανίατη σωματική ή πνευματική νόσο έχουν δικαίωμα ειδικής φροντίδας από το Kράτος».
[10] Βλ. σχετικά το άρθρο 21 του Συντάγματος, που προβλέπει: «5. O σχεδιασμός και η εφαρμογή δημογραφικής πολιτικής, καθώς και η λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων αποτελεί υποχρέωση του Κράτους».
[11] Βλ. ενδεικτικά B. Janta, L. Davies, V. Jordan & K. Stewart, Recent trends in child and family policy in the EU, European Platform for Investing in Children: Annual thematic report, European Commission, Brussels, 2019.
[12] Βλ. σχετικά το άρθρο 5 του Νόμου 4659/2020 «Επίδομα γέννησης και λοιπές διατάξεις», που προβλέπει: «Δικαιούχοι του επιδόματος είναι όσοι το ισοδύναμο οικογενειακό τους εισόδημα δεν υπερβαίνει ετησίως το ποσό των σαράντα χιλιάδων ευρώ».
[13] Πρόκειται για τις επιδράσεις των «κοινωνικών ρητρών» των δύο πρώτων Προγραμμάτων Οικονομικής και Δημοσιονομικής Πολιτικής (2010-2012, 2012-2015). Βλ. σχετικά Εμβληματικές πρωτοβουλίες διαφύλαξης της κοινωνικής συνοχής την εποχή των Μνημονίων – Το υπόδειγμα της Εθνικής Στρατηγικής Κοινωνικής Ένταξης, Σειρά «Η Μεταρρύθμιση του Κοινωνικού Κράτους» Νο. 1., Παπαζήσης, Αθήνα, 2016.
[14] Βλ. αναλυτικά Γ. Αμίτσης, “Η θεσμική προστασία της οικογένειας στο Ελληνικό Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας”, Επιστήμη και Κοινωνία, Ειδικό Θεματικό Τεύχος «Οικογενειακή Πολιτική στην Ελλάδα: Τάσεις προκλήσεις και προοπτικές», 2019, 39, σελ. 52-77.
[15] Για τη συμβολή της ακαδημαϊκής κοινότητας στην υποστήριξη σύνθετων κοινωνικών μεταρρυθμίσεων βλ. ιδίως K. Bogenschneider & Τ. Corbett, Evidence-based policymaking: Insights from policy-minded researchers and research-minded policymakers, Taylor & Francis Group, New York, 2010.
[16] Υπενθυμίζεται ότι η (πολύτεκνη μητέρα) νέα Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ursula Von der Leyen υπήρξε η πρώτη Υπουργός Προστασίας της Οικογένειας, των Νέων, των Γυναικών και των Ηλικιωμένων σε δύο διαδοχικές Κυβερνήσεις της Angela Merkel (2005-2009).
[17] Υπενθυμίζεται ότι o αρμόδιος Επίτροπος για το Κοινωνικό Χαρτοφυλάκιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Nicolas Schmit (Commissioner for Jobs and Social Rights) είχε υπηρετήσει ως Υπουργός Εργασίας, Απασχόλησης και Ενσωμάτωσης στην Κυβέρνηση του Jean – Claude Juncker (2009-2013).